-
1 συνετή
-
2 συνετῇ
-
3 συνετή
συνετόςintelligent: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 κρίσις
A separating, distinguishing,τοῦ πλέω καὶ τοῦ μὴ πλέω Meliss.7
; τῶν ὁμοιογενῶν, τῶν διαφερόντων, dub. l. in Arist.EN 1165a34.2 decision, judgement,περὶ τούτων Parm.8.15
;τὴν Κροίσου κ. Hdt.3.34
;ἐν θεῶν κρίσει A.Ag. 1289
;κατὰ δύναμιν καὶ κ. ἐμήν Hp.Jusj.1
; κ. οὐκ ἀληθής no certain means of judging, S.OT 501 (lyr.);πολίτης ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arist. Pol. 1275a23
;κρίσεως προσδεόμενα Epicur.Nat.32
G., cf. Herc.1420.3;αἱ τῶν πολλῶν κ. Phld.Mus.p.75
K.; Κρίσις, title of a play by Sophocles on the Judgemént of Paris; κ. τινός judgement on or respecting,τῶν μνηστήρων Hdt.6.131
;ἀέθλων Pi.O.3.21
, N.10.23;μορφῆς E.Hel.26
: ἡ τῶν ὅπλων κ., referring to the story of Ajax, Pl.R. 620b, cf. Arist.Po. 1459b5;κρίσιν.. τοῦ βίου πέρι ὧν λέγομεν Pl.R. 360e
;κ. ἀμφ' ἀέθλοις Pi.O.7.80
;κ. διημαρτημένη Stoic.1.50
; κ. συνετή Cleanth.ib.128; power of judgement,κρίσει πραγμάτων διαφέρεσθαι Plb.18.14.10
; κατὰ κρίσιν with judgement, advisedly, Id.6.11.8.II judgement of a court,οὐδὲν ἂν τῆς ὑμετέρας κ. ἔδει Antipho 4.4.2
; trial, suit, ; καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κ. ib. 131;κρίσιν ποιεῖν τινι Lys. 13.35
; κρίσεως τυχεῖν to be put on one's trial, Pl.Phdr. 249a;εἰς κ. ἄγειν Id.Lg. 856c
; ἡ κ. γίγνεταί τινι ibid.; κρίσιν ὑποσχεῖν ib. 871d, D.21.125;τὰς κρίσεις ποιεῖσθαι περί τινος Isoc.4.40
, cf. Th.1.77;τὰς κ. διαδικάζειν Pl.Lg. 876b
; κρίσιν λελογχότα Μειδίᾳ ἐξούλης Test. ap. D.21.82;αἱ κ. τῶν συμβολαίων Plu.2.447e
.b result of a trial, condemnation, X.An.1.6.5.c ἡμέρα κρίσεως Day of Judgement, Ev.Matt.10.15.2 trial of skill or strength, πρὸς τόξου κρίσιν in archery, S.Tr. 266;δρόμον.., οὗ πρώτη κ. Id.El. 684
;κ. ποιεῖν ὁπότερος εἴη τὴν τέχνην σοφώτερος Ar.Ra. 779
;θεῶν ἔριν τε καὶ κ. Pl. R. 379e
.III event, issue, κρίσιν σχεῖν to be decided, of a war, Th.1.23, Plb.31.29.5;κρίσεως τυχεῖν Id.1.59.11
;ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κ. εἶναι νομίζω 1
suppose the issue depends upon my public measures, D.18.57.2 turning point of a disease, sudden change for better or worse, Hp. VM19 (pl.), Gal.9.550, etc.;κ. ξύντομος ἐπὶ τὸ κάκιον Hp.Judic.34
, cf. Gal.18(2).231.IV middle of the spinal column, Poll.2.177. -
5 συνετός
A intelligent, sagacious, wise, Democr.98, Pi.P.5.107, Hdt.1.185 ([comp] Comp.), etc.;φωνάεντα συνετοῖσιν Pi.O.2.85
; of Zeus and Apollo, (lyr.);ξ. φρένες Ar.Ra. 876
(lyr.); of animals, Arist.HA 589a1 ([comp] Comp.); σ. ἡλικίη the age of wisdom, AP5.111 (Phld.), etc.; ἡ συνετή alone, ib. 11.25 (Apollonid.); also τὸ σ., = σύνεσις, E.Or. 1180, Th.2.15; τὸ πρὸς ἅπαν ξ. Id.3.82: c. gen. rei, intelligent in a thing,ξ. πολέμου E.Or. 1406
(anap.): c. acc.,τά τ' οἰκτρὰ σ. εἰμι καὶ τὰ μή Id.IA 1255
;τὰ ἀχρεῖα Th.1.84
;τὰ πολιτικά D.H.4.45
.II [voice] Pass., intelligible,εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι τοῦτ' Sapph.Supp.5.5
;οὐ ξ. θνητοῖς πείρατα Thgn.1078
;φρονέοντι συνετὰ γαρύω B.3.85
; συνετὰ αὐδᾶν, λέγειν, Hdt.2.57, E.Ph. 498, etc.; esp. in oxymora, ;δυσξυνέτου ξυνετὸν μέλος Id.Ph. 1506
(lyr.): act. and pass. senses conjoined,εὐξύνετον ξυνετοῖς βοάν Id.IT 1092
(lyr.); φωνὴ ς. significant, Arist.Po. 1456b23.III Adv. - τῶς intelligently, E.IA 466, Ar.V. 633 (lyr.).2 intelligibly,διαλέγεσθαι Arist.Pr. 902a17
; φθεγξαμένου.. οὐδὲν ς. Plu.Sull.27; συνετὰ ὁμιλεῖν to discourse intelligibly, Babr.Prooem.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνετός
См. также в других словарях:
συνετῇ — συνετός intelligent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετή — συνετός intelligent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek
ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… … Dictionary of Greek
επιφροσύνη — ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων] 1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.) 3. παρατήρηση, επισκόπηση 4. συνετή επιφύλαξη … Dictionary of Greek
εχέφρων — ον (ΑΜ ἐχέφρων, ον) αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον η σύνεση, η φρόνηση. επίρρ... εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως) με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καλοδιοίκηση — η η συνετή και χρηστή διοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + διοίκηση < διοικώ. Η λ., στον λόγιο τ. καλοδιοίκησις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
μαρκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Συρακουσών. Καταγόταν από την Ανατολή και ήταν μαθητής του Απόστολου Πέτρου. Δολοφονήθηκε από Ιουδαίους των Συρακουσών. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Μ. και Μαρτύριος οι… … Dictionary of Greek